- απαυδίζω
- απαυδώ (α) (αόρ. απαύδισα и απηύδησα) αμετ.1) уставать, выбиваться из сил; 2) терять терпение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απαυδώ — και απαυδίζω αύδησα, αυδισμένος, αποκάνω, κουράζομαι: Έχω απαυδήσει να τον περιμένω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)